- βαφέας
- painter
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
βαφέας, ο — και βαφιάς,ο ο μπογιατζής, αυτός που έχει ως επάγγελμα το να βάφει: Το σπίτι είναι άνω κάτω γιατί έχουμε βαφιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφέας — βαφέᾱς , βαφεύς a dyer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαφέας, Βασίλης — (Αλεξάνδρεια 1944 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε χημεία στην Αθήνα και στο Παρίσι και εργάστηκε για ένα μεγάλο διάστημα ως χημικός στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο με τις μικρού μήκους ταινίες Απορρόφηση στα 257 (1973) … Dictionary of Greek
βαφιάς — ο (AM βαφεύς, έως, Μ και βαφέας) αυτός που βάφει υφάσματα ή υφαντικές ύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφεύς < βαφή, οι δε τύποι βαφέας και βαφιάς είναι μεταπλασμένοι τ. του βαφεύς] … Dictionary of Greek
-ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… … Dictionary of Greek
ανθοβάφος — ἀνθοβάφος, ο (Α) ο βαφέας που βάφει με ζωηρά χρώματα … Dictionary of Greek
βάπτης — βάπτης, ο (Α) [βάπτω] 1. ο βαφέας, αυτός που ασχολείται με τη βαφή 2. πληθ. οι Βάπται οι λάτρεις της θεάς Κότυος ή Κοττυτούς στη Θράκη … Dictionary of Greek
δευσοποιός — ο (Α δευσοποιός, όν) ο βαφέας αρχ. Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά 2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο») II. επίρρ. δευσοποιῶς 1. (για βαφή) ανεξίτηλα 2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα … Dictionary of Greek
ινδικοπλάστης — ἰνδικοπλάστης, ὁ (Α) χρωματιστής, βαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰνδικόν, το «χρωστική ουσία» + πλαστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, κηρο πλάστης] … Dictionary of Greek
ιοβάπτης — ἰοβάπτης, ὁ (Α) βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχο βάπτης] … Dictionary of Greek
καταβλαττάς — καταβλαττάς, ὁ (Μ) βαφέας κόκκινων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κατ(α) * + βλάττα «πορφυρή βαφή» (< λατ. blatta) + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, ψωμ άς] … Dictionary of Greek